- αμόορα
- (amoora).Γένος φυτών της οικογένειας των μελιιδών. Περιλαμβάνει 25 είδη, ιθαγενή των Ανατολικών Ινδιών και των νησιών του Ειρηνικού. Είναι μεγάλα δέντρα και από τους καρπούς τους παράγεται λάδι για βιομηχανική χρήση.
Dictionary of Greek. 2013.